- πολίαρχος
- ὁ, ΜΑ, θεσσ. τ. πολίαρχος, Αδιοικητής πόληςαρχ.άρχοντας πόλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -αρχος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πολίαρχος — ruler of a city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίαρχος — ruler of a city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιάρχοις — Πολίαρχος ruler of a city masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιάρχοις — πολίαρχος ruler of a city masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιάρχου — Πολίαρχος ruler of a city masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιάρχου — πολίαρχος ruler of a city masc gen sg πολιάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιάρχους — Πολίαρχος ruler of a city masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιάρχους — πολίαρχος ruler of a city masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιάρχων — Πολίαρχος ruler of a city masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιάρχων — πολίαρχος ruler of a city masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)